- συνεκλαμβάνω
- ΜΑμσν.εννοώ συγχρόνωςαρχ.1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.